- παρασκευάσω
- παρασκευάζωaor subj act 1st sgπαρασκευάζωfut ind act 1st sgπαρασκευάζωaor subj act 1st sgπαρασκευάζωfut ind act 1st sgπαρασκευάζωaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)παρασκευάζωaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
См. также в других словарях:
εμπυτιάζω — και πυτιάζω (Α ἐμπυτιάζω) πήζω γάλα με πυτιά, ρίχνω πυτιά μέσα στο γάλα για να παρασκευάσω τυρί ή γιαούρτι, πήζω … Dictionary of Greek
συγχρονίζω — ΝΜΑ [σύγχρονος] νεοελλ. (μτβ.) 1. επιτυγχάνω τη χρονική σύμπτωση ενεργειών, κινήσεων ή καταστάσεων («οι χορευτές προσπαθούν να συγχρονίσουν τις κινήσεις τους») 2. προσαρμόζω κάτι στη σύγχρονη κατάσταση, στις σύγχρονες αντιλήψεις, εκσυγχρονίζω 3.… … Dictionary of Greek